- ἀνάδετος
- ἀνάδετοςbinding upmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάδετος — ἀνάδετος, ον (Α) [ἀναδέω] αυτός που δένει κάτι προς τα επάνω ή που είναι δεμένος προς τα επάνω … Dictionary of Greek
ανάδετος — η, ο ο δεμένος προς τα πάνω: Είχε τα μαλλιά της ανάδετα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνάδετον — ἀνάδετος binding up masc/fem acc sg ἀνάδετος binding up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδέτοις — ἀνάδετος binding up masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… … Dictionary of Greek